- θάν'
- θάνε , θνήσκωaor imperat act 2nd sgθάνε , θνήσκωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιοθανώ — ἰδιοθανῶ, έω (Α) πεθαίνω από φυσικό θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + θανώ (< θ. θαν , πρβλ. θαν είν, ημι θαν ής)] … Dictionary of Greek
κοινοθανής — κοινοθανής, ές (Α) επιγρ. αυτός που αναφέρεται σε κοινό θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + θανής (< θ. θαν τού θνήσκω, πρβλ. αόρ. β ἔ θαν ον), πρβλ. αωρο θανής, νεο θανής] … Dictionary of Greek
ολοθανής — ὁλοθανής, ές (ΑΜ) νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + θανής (< θ. θαν τού θνήσκω, πρβλ. αόρ. β ἔ θαν ον), πρβλ. ημι θανής, νεο θανής] … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste … Wikipedia Español
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се … Википедия
αγχιθανής — ἀγχιθανής, ές (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά στον θάνατο, ο ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θανής < θαν , θ. αορ. β΄ τού θνήσκω] … Dictionary of Greek
αειθανής — ἀειθανής, ές (Α) αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν , θ. αόρ. β ἔθανον τού θνῂσκω] … Dictionary of Greek